- αφυλακτώ
- ἀφυλακτῶ (-έω) (Α) [αφύλακτος]1. είμαι αφύλαχτος, δεν προφυλάσσομαι2. αμελώ, παραμελώ3. φυλάγομαι κατά τρόπο ανεπαρκή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφυλάκτῳ — ἀφύλακτος unguarded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)